Greek Meaning of catheterise
καθετηριασμός
Other Greek words related to καθετηριασμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of catheterise
- catheterisation => Καθετηριασμός
- catheter => Καθετήρας
- catherine wheel => Αικατερίνη
- catherine the great => Αικατερίνη η Μεγάλη
- catherine parr => Αικατερίνη Παρ
- catherine of aragon => Αικατερίνη της Αραγονίας
- catherine ii => Αικατερίνη Β΄
- catherine i => Αικατερίνη Α΄
- catherine howard => Αικατερίνη Χάουαρντ
- catherine de medicis => Αικατερίνη των Μεδίκων
Definitions and Meaning of catheterise in English
catheterise (v)
insert a catheter into (a body part)
FAQs About the word catheterise
καθετηριασμός
insert a catheter into (a body part)
No synonyms found.
No antonyms found.
catheterisation => Καθετηριασμός, catheter => Καθετήρας, catherine wheel => Αικατερίνη, catherine the great => Αικατερίνη η Μεγάλη, catherine parr => Αικατερίνη Παρ,