Greek Meaning of caregiving
φροντίδα
Other Greek words related to φροντίδα
Nearest Words of caregiving
- careens => γέρνει
- cared a hang => δεν έδινε δεκάρα
- cared (for) => φρόντιζε (για)
- care packages => Δέματα περίθαλψης
- care package => πακέτο φροντίδας
- care and feeding => Φροντίδα και σίτιση
- care (for) => φροντίδα
- cardinal virtues => Τέσσερις θεμελιώδεις αρετές
- cardboardy => χαρτονένιος
- carcanets => σκουλαρίκι
Definitions and Meaning of caregiving in English
caregiving
a person who provides direct care (as for children, elderly people, or the chronically ill)
FAQs About the word caregiving
φροντίδα
a person who provides direct care (as for children, elderly people, or the chronically ill)
φροντίδα,μητρότητα,μητρότητα,μητρότητα,Πατρότητα,Γονεικότητα,γονεϊκή μέριμνα,πατρότητα,ανατροφή,ανατροφή
No antonyms found.
careens => γέρνει, cared a hang => δεν έδινε δεκάρα, cared (for) => φρόντιζε (για), care packages => Δέματα περίθαλψης, care package => πακέτο φροντίδας,