FAQs About the word caregiving

φροντίδα

a person who provides direct care (as for children, elderly people, or the chronically ill)

φροντίδα,μητρότητα,μητρότητα,μητρότητα,Πατρότητα,Γονεικότητα,γονεϊκή μέριμνα,πατρότητα,ανατροφή,ανατροφή

No antonyms found.

careens => γέρνει, cared a hang => δεν έδινε δεκάρα, cared (for) => φρόντιζε (για), care packages => Δέματα περίθαλψης, care package => πακέτο φροντίδας,