Greek Meaning of carcinological
Καρκινολογικός
Other Greek words related to Καρκινολογικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carcinological
- carcinoid => καρκινοειδές
- carcinogenic => καρκινογόνος
- carcinogen => καρκινογόνο
- carcharodon carcharias => Καρχαρίας τίγρης
- carcharodon => καρχαρίας
- carcharinus longimanus => Ακαρεόκληνος
- carchariidae => σκυλόψαρα
- carcharias taurus => Καρχαρίας ο ταύρος
- carcharias => Καρχαρίας
- carcharhinus plumbeus => Καρχαρίας ο γκρίζος (Carcharhinus plumbeus)
- carcinology => Καρκινολογία
- carcinoma => καρκίνωμα
- carcinoma in situ => Καρκίνωμα in situ
- carcinomatous => καρκινοειδής
- carcinomatous myopathy => Καρκινωματώδης μυοπάθεια
- carcinosarcoma => Καρκινωσακόρκομα
- carcinosys => Καρκίνωση
- card => κάρτα
- card catalog => Κατάλογος καρτών
- card catalogue => Κατάλογος καρτών
Definitions and Meaning of carcinological in English
carcinological (a.)
Of or pertaining to carcinology.
FAQs About the word carcinological
Καρκινολογικός
Of or pertaining to carcinology.
No synonyms found.
No antonyms found.
carcinoid => καρκινοειδές, carcinogenic => καρκινογόνος, carcinogen => καρκινογόνο, carcharodon carcharias => Καρχαρίας τίγρης, carcharodon => καρχαρίας,