Greek Meaning of carbonisation
καρβονισμός
Other Greek words related to καρβονισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of carbonisation
- carboniferous period => Ανθρακονιούχιος περίοδος
- carboniferous => ανθρακοφόρος
- carbonide => καρβίδιο
- carbonic acid gas => διοξείδιο του άνθρακα
- carbonic acid => Ανθρακικό οξύ
- carbonic => Ανθρακούχος
- carbone => Άνθρακας
- carbondale => Κάρμποντεϊλ
- carbonation => Ανθράκωση
- carbonated water => Ανθρακούχο νερό
Definitions and Meaning of carbonisation in English
carbonisation (n)
the destructive distillation of coal (as in coke ovens)
FAQs About the word carbonisation
καρβονισμός
the destructive distillation of coal (as in coke ovens)
No synonyms found.
No antonyms found.
carboniferous period => Ανθρακονιούχιος περίοδος, carboniferous => ανθρακοφόρος, carbonide => καρβίδιο, carbonic acid gas => διοξείδιο του άνθρακα, carbonic acid => Ανθρακικό οξύ,