Greek Meaning of capacitive
χωρητικός
Other Greek words related to χωρητικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of capacitive
- capacitor => πυκνωτής
- capacitor microphone => Μικρόφωνο πυκνωτή
- capacitor mike => Μικρόφωνο πυκνωτή
- capacity => χωρητικότητα
- capacity measure => Μέτρο χωρητικότητας
- capacity unit => μονάδα χωρητικότητας
- capape => Καπαπέ
- capapie => Από την κορυφή ως τα νύχια
- cap-a-pie => Από την κορυφή ως τα νύχια
- caparison => επιτραχήλιο
Definitions and Meaning of capacitive in English
capacitive (a)
of or relating to capacitance
FAQs About the word capacitive
χωρητικός
of or relating to capacitance
No synonyms found.
No antonyms found.
capacities => Δυνατότητες, capacitating => ικανός, capacitated => χωρητικό, capacitate => ικανός, capacitance unit => Μονάδα χωρητικότητας,