FAQs About the word cantonize

καντονισμός

To divide into cantons or small districts.

No synonyms found.

No antonyms found.

cantoning => κατανομή σε καντόνια, cantonese dialect => Καντονέζικη διάλεκτος, cantonese => Καντονέζικα, cantoned => Οριοθετημένη, cantonal => καντονικός,