Greek Meaning of calendering
ημερολόγιο
Other Greek words related to ημερολόγιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of calendering
- calendered => καλαναρισμένο
- calender => ημερολόγιο
- calendary => ημερολόγιο
- calendaring => ημερολόγιο
- calendarial => ημερολογιακός
- calendared => ημερολογιακό
- calendar year => ημερολογιακό έτος
- calendar week => εβδομάδα ημερολογίου
- calendar month => Καλανταριακός μήνας
- calendar method of birth control => Η μέθοδος ημερολογίου
Definitions and Meaning of calendering in English
calendering (p. pr. & vb. n.)
of Calender
FAQs About the word calendering
ημερολόγιο
of Calender
No synonyms found.
No antonyms found.
calendered => καλαναρισμένο, calender => ημερολόγιο, calendary => ημερολόγιο, calendaring => ημερολόγιο, calendarial => ημερολογιακός,