Greek Meaning of calcitration
ασβεστοποίηση
Other Greek words related to ασβεστοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of calcitration
- calcium => ασβέστιο
- calcium bicarbonate => διτανθρακικό ασβέστιο
- calcium blocker => Αναστολείς διαύλων ασβεστίου
- calcium carbide => καρβίδιο ασβεστίου
- calcium carbonate => Ανθρακικό ασβέστιο
- calcium chloride => Χλωριούχο ασβέστιο
- calcium hydrate => Υδροξείδιο του ασβεστίου
- calcium hydride => Υδρίδιο του ασβεστίου
- calcium hydroxide => Υδροξείδιο του ασβεστίου
- calcium hypochlorite => Υποχλωριώδες ασβέστιο
Definitions and Meaning of calcitration in English
calcitration (n.)
Act of kicking.
FAQs About the word calcitration
ασβεστοποίηση
Act of kicking.
No synonyms found.
No antonyms found.
calcitrate => Σιτρικό ασβέστιο, calcitrant => ατίθασος, calcitonin => Καλσιτονίνη, calcitic => Καλσιτικός, calcite => ασβεστίτης,