FAQs About the word calcinatory

Ασβεστοποιητικός

A vessel used in calcination.

No synonyms found.

No antonyms found.

calcination => Καλσίνωση, calcinate => ασβεστοποιώ, calcinable => ασβεστοποιήσιμος, calcimining => Ασβέστωμα, calcimined => ασβεστωμένο,