FAQs About the word buckstall

Μπουκστάλ

A toil or net to take deer.

No synonyms found.

No antonyms found.

buckskins => δέρματα από δάμαλα, buckshot => Μπαρούτι, buck's-horn => γλώσσα του ελαφιού, buckshee => δωρεάν, bucksaw => Πριόνι σιδηροπρίονο,