FAQs About the word bonne

bonne

A female servant charged with the care of a young child.

Υπηρέτρια,Ω pair,Στίχος,μαμά,μπέιμπι σίτερ,νταντά,νταντά,νοσοκόμα,νταντά,Μπέιμπι σίτερ

No antonyms found.

bonnaz => bonnaz, bonn => Βόννη, bonmot => καλόγουστο σχόλιο, bonkers => τρελός, bonk => μπογκ,