FAQs About the word bonduc nut

μποντουκ

hard shiny grey seed of a bonduc tree; used for making e.g. jewelry

No synonyms found.

No antonyms found.

bonduc => μπόντουκ, bond-trading activity => Δραστηριότητα διαπραγμάτευσης ομολόγων, bondswoman => δούλη, bondstone => Δεσιάριος λίθος, bondsmen => εγγυητές,