Greek Meaning of bionic woman
Γυναίκα με βιονικά μέλη
Other Greek words related to Γυναίκα με βιονικά μέλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bionic woman
- bionic man => βιονικός άνθρωπος
- bionic => Βιονικός
- bion => Μπίον
- biometry => Βιομετρία
- biometrics => Βιομετρικά
- biometric identification => Βιομετρική ταυτοποίηση
- biometric authentication => Βιομετρική αυθεντικοποίηση
- biomedicine => βιοϊατρική
- biomedical science => Βιοϊατρική επιστήμη
- biomedical cloning => Βιοϊατρική κλωνοποίηση
Definitions and Meaning of bionic woman in English
bionic woman (n)
a human being whose body has been taken over in whole or in part by electromechanical devices
FAQs About the word bionic woman
Γυναίκα με βιονικά μέλη
a human being whose body has been taken over in whole or in part by electromechanical devices
No synonyms found.
No antonyms found.
bionic man => βιονικός άνθρωπος, bionic => Βιονικός, bion => Μπίον, biometry => Βιομετρία, biometrics => Βιομετρικά,