Greek Meaning of biomass
Βιομάζα
Other Greek words related to Βιομάζα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of biomass
- biomagnetism => Βιομαγνητισμός
- biomagnetic => βιομαγνητικός
- biolytic => Βιολυτικός
- biolysis => βιόλυση
- bioluminescent => Βιοφωσφoρίζων
- bioluminescence => Βιοφωταύγεια
- biology laboratory => Εργαστήριο βιολογίας
- biology lab => Βιολογικό εργαστήριο
- biology department => Τμήμα Βιολογίας
- biology => Βιολογία
- biome => Βιολογικό δυναμικό
- biomedical => Βιοϊατρικός
- biomedical cloning => Βιοϊατρική κλωνοποίηση
- biomedical science => Βιοϊατρική επιστήμη
- biomedicine => βιοϊατρική
- biometric authentication => Βιομετρική αυθεντικοποίηση
- biometric identification => Βιομετρική ταυτοποίηση
- biometrics => Βιομετρικά
- biometry => Βιομετρία
- bion => Μπίον
Definitions and Meaning of biomass in English
biomass (n)
plant materials and animal waste used as fuel
the total mass of living matter in a given unit area
FAQs About the word biomass
Βιομάζα
plant materials and animal waste used as fuel, the total mass of living matter in a given unit area
No synonyms found.
No antonyms found.
biomagnetism => Βιομαγνητισμός, biomagnetic => βιομαγνητικός, biolytic => Βιολυτικός, biolysis => βιόλυση, bioluminescent => Βιοφωσφoρίζων,