FAQs About the word bindingness

δεσμευτικότητα

The condition or property of being binding; obligatory quality.

No synonyms found.

No antonyms found.

bindingly => δεσμευτικά, binding screw => Βίδα δέσμευσης, binding post => Στήλη σύνδεσης, binding energy => Δεσμευτική ενέργεια, binding => υποχρεωτικός,