Greek Meaning of bicaudate
δικουδάτος
Other Greek words related to δικουδάτος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bicaudate
- bicaudal => διουρής
- bicarinate => δικαρίνης
- bicarbureted => δισανθρακικού
- bicarbonate of soda => Υδροανθρακικόν νάτριον
- bicarbonate => διτανθρακικό
- bicapsular => Δίβαλβος
- bicameral script => Σενάριο δύο κοινοβουλίων
- bicameral => δικοινοβουλευτικό σύστημα
- bicallous => σκληρόκαρδος
- bicallose => Μπικαλόζη
Definitions and Meaning of bicaudate in English
bicaudate (a.)
Two-tailed; bicaudal.
FAQs About the word bicaudate
δικουδάτος
Two-tailed; bicaudal.
No synonyms found.
No antonyms found.
bicaudal => διουρής, bicarinate => δικαρίνης, bicarbureted => δισανθρακικού, bicarbonate of soda => Υδροανθρακικόν νάτριον, bicarbonate => διτανθρακικό,