FAQs About the word bequeathal

Κληροδότημα

The act of bequeathing; bequeathment; bequest.

αφήνω,θα,πράξη,επινοώ,στο χέρι,μεταφέρω

No antonyms found.

bequeathable => παραχωρήσιμος, bequeath => κληροδοτώ, bepurple => μωβ, bepuffed => φουσκωμένος, beprose => Να είσαι πεζός,