FAQs About the word baulker

εμπόδιο

a person who refuses to comply

No synonyms found.

No antonyms found.

baulk => παρεμποδίζω, bauk => μπάουκ, bauhinia variegata => Μπαουχίνια η ποικιλόχρωμη, bauhinia monandra => ταξιά ή πόδι ελαφιού, bauhinia => Μπαουχίνια,