Greek Meaning of barium monoxide
Οξείδιο του βαρύου
Other Greek words related to Οξείδιο του βαρύου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of barium monoxide
- barium oxide => Οξείδιο του βαργιου
- barium peroxide => Υπεροξείδιο του βαρύου
- barium protoxide => Πρωτοξείδιο του βαρύου
- barium sulfate => θειικός βάριο
- barium sulphate => Θειικός βάριος
- bark => γαβγίζω
- bark beetle => Σκορμπίνα
- bark louse => Κοκκοειδή
- barkantine => μπάρκα
- barkbound => φλοιώδης
Definitions and Meaning of barium monoxide in English
barium monoxide (n)
an oxide of barium; a whitish toxic powder
FAQs About the word barium monoxide
Οξείδιο του βαρύου
an oxide of barium; a whitish toxic powder
No synonyms found.
No antonyms found.
barium hydroxide => Υδροξείδιο του βαρύου, barium enema => Βαριούχο υποκλυσμό, barium dioxide => Διοξείδιο του βαρίου, barium => βάριο, baritone voice => Βαρύτονος φωνή,