Greek Meaning of balaenoptera musculus
Φαλαινοπτέρυξ ο φτεροπυγός (Balaenoptera musculus)
Other Greek words related to Φαλαινοπτέρυξ ο φτεροπυγός (Balaenoptera musculus)
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of balaenoptera musculus
- balaenoptera borealis => Βόρεια Πτεροφάλαινα
- balaenoptera acutorostrata => Μπριγκόλα
- balaenoptera => Μπλε φάλαινα
- balaenoidea => Μυστακήτες
- balaenidae => γλαφυροί κήτοι
- balaenicipitidae => Πελαργός
- balaeniceps rex => Πελλόκαννος
- balaeniceps => Αργαλέος
- balaena mysticetus => Φάλαινα της Γροιλανδίας
- balaena => φάλαινα
- balaenoptera physalus => Φυσητήρας
- balaenopteridae => Βαλαινοπτερίδες
- balagan => ακαταστασία
- balalaika => μπαλαλάικα
- balance => ισορροπία
- balance beam => Δοκός ισορροπίας
- balance of international payments => ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
- balance of payments => Ισοζύγιο πληρωμών
- balance of power => ισορροπία δυνάμεων
- balance of trade => Εμπορικό ισοζύγιο
Definitions and Meaning of balaenoptera musculus in English
balaenoptera musculus (n)
largest mammal ever known; bluish-grey migratory whalebone whale mostly of southern hemisphere
FAQs About the word balaenoptera musculus
Φαλαινοπτέρυξ ο φτεροπυγός (Balaenoptera musculus)
largest mammal ever known; bluish-grey migratory whalebone whale mostly of southern hemisphere
No synonyms found.
No antonyms found.
balaenoptera borealis => Βόρεια Πτεροφάλαινα, balaenoptera acutorostrata => Μπριγκόλα, balaenoptera => Μπλε φάλαινα, balaenoidea => Μυστακήτες, balaenidae => γλαφυροί κήτοι,