Greek Meaning of bactericidal
βακτηριοκτόνο
Other Greek words related to βακτηριοκτόνο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of bactericidal
- bacterially => βακτηριακά
- bacterial toxin => βακτηριακή τοξίνη
- bacterial plaque => Οδοντική πλάκα
- bacterial => βακτηριακό
- bacteriaemia => Βακτηριαιμία
- bacteriacide => βακτηριοκτόνος
- bacteria species => είδη βακτηρίων
- bacteria order => τάξη των βακτηρίων
- bacteria genus => Γένος βακτηρίων
- bacteria family => Οικογένεια βακτηρίων
- bactericide => Βακτηριοκτόνο
- bacteriemia => Βακτηριαιμία
- bacterin => βακτηρίνη
- bacteriochlorophyll => Χλωροφύλλη βακτηρίων
- bacterioid => βακτηρίδιο
- bacterioidal => βακτηριωειδής
- bacteriologic => βακτηριολογικός
- bacteriological => βακτηριολογικό
- bacteriological warfare => Βακτηριολογικός πόλεμος
- bacteriologist => Βακτηριολόγος
Definitions and Meaning of bactericidal in English
bactericidal (s)
preventing infection by inhibiting the growth or action of microorganisms
bactericidal (a.)
Destructive of bacteria.
FAQs About the word bactericidal
βακτηριοκτόνο
preventing infection by inhibiting the growth or action of microorganismsDestructive of bacteria.
No synonyms found.
No antonyms found.
bacterially => βακτηριακά, bacterial toxin => βακτηριακή τοξίνη, bacterial plaque => Οδοντική πλάκα, bacterial => βακτηριακό, bacteriaemia => Βακτηριαιμία,