Greek Meaning of auto-intoxication
αυτοδηλητηρίαση
Other Greek words related to αυτοδηλητηρίαση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of auto-intoxication
- auto-inoculation => Αυτοεμβολιασμός
- autoinjector => αυτόματη ένεση
- auto-infection => Αυτομόλυνση
- autoimmunity => Αυτοανοσία
- autoimmune disorder => Αυτοάνοση νόσος
- autoimmune disease => Αυτοάνοσο νόσημα
- autoimmune diabetes => Αυτοάνοστος διαβήτης
- autoimmune => αυτοάνοσο
- autoicous => Αυτογαμικός
- autohypnotism => αυθυπνωτισμός
- autokinesis => Αυτοκίνηση
- autokinetic => Αυτοκινητικός
- autokinetic system => Αυτοκινητικό σύστημα
- autolatry => Αυτολατρεία
- autoloader => αυτόματος γεμιστήρας
- autoloading => αυτόματη φόρτωση
- autologous => αυτεπιλεγμένο
- autolysis => αυτολυση
- autolytic => αυτολυτικός
- automaker => κατασκευαστής αυτοκινήτων
Definitions and Meaning of auto-intoxication in English
auto-intoxication (n.)
Poisoning, or the state of being poisoned, from toxic substances produced within the body; autotoxaemia.
FAQs About the word auto-intoxication
αυτοδηλητηρίαση
Poisoning, or the state of being poisoned, from toxic substances produced within the body; autotoxaemia.
No synonyms found.
No antonyms found.
auto-inoculation => Αυτοεμβολιασμός, autoinjector => αυτόματη ένεση, auto-infection => Αυτομόλυνση, autoimmunity => Αυτοανοσία, autoimmune disorder => Αυτοάνοση νόσος,