Greek Meaning of atmospheric phenomenon
Ατμοσφαιρικό φαινόμενο
Other Greek words related to Ατμοσφαιρικό φαινόμενο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of atmospheric phenomenon
- atmospheric pressure => Ατμοσφαιρική πίεση
- atmospheric state => ατμοσφαιρική κατάσταση
- atmospheric static => Ατμοσφαιρικός στατικός ηλεκτρισμός
- atmospherical => ατμοσφαιρικός
- atmospherically => ατμοσφαιρικά
- atmospherics => ατμοσφαιρικά
- atmospherology => Ατμοσφαιρολογία
- atokous => Ατοκους
- atole => ατόλε
- atoll => Ατόλη
Definitions and Meaning of atmospheric phenomenon in English
atmospheric phenomenon (n)
a physical phenomenon associated with the atmosphere
FAQs About the word atmospheric phenomenon
Ατμοσφαιρικό φαινόμενο
a physical phenomenon associated with the atmosphere
No synonyms found.
No antonyms found.
atmospheric electricity => ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός, atmospheric condition => Ατμοσφαιρική κατάσταση, atmospheric => ατμοσφαιρικός, atmosphere => ατμόσφαιρα, atmometer => Ατμόμετρο,