Greek Meaning of arteria laryngea
αρτηρία του λάρυγγα
Other Greek words related to αρτηρία του λάρυγγα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of arteria laryngea
- arteria lacrimalis => Δακρυϊκή αρτηρία
- arteria labialis superior => Αρτηρία άνω χείλους
- arteria labialis inferior => Η κάτω χειλική αρτηρία
- arteria labialis => χειλική αρτηρία
- arteria intercostalis => μεσοπλεύρια αρτηρία
- arteria infraorbitalis => Υποτροχιαική αρτηρία
- arteria iliolumbalis => αρτηρία ειλεοοσφυική
- arteria iliaca => Αρτηρία ειλεώ
- arteria ileum => αρτηρία ειλεού
- arteria ileocolica => ειλεοκολική αρτηρία
- arteria lienalis => Σπληνική αρτηρία
- arteria lumbalis => οσφυϊκή αρτηρία
- arteria maxillaris => η αρτηρία της γνάθου
- arteria mesenterica => μεσεντέρια αρτηρία
- arteria metacarpea => μετακάρπια αρτηρία
- arteria metatarsea => Μετατάρσια αρτηρία
- arteria musculophrenica => Αρτηρία μυοφρενική
- arteria nutricia => αρτηρία που τρέφει
- arteria ophthalmica => Οφθαλμική αρτηρία
- arteria ovarica => Αρτηρία ωοθήκης
Definitions and Meaning of arteria laryngea in English
arteria laryngea (n)
either of two arteries that supply blood to the larynx
FAQs About the word arteria laryngea
αρτηρία του λάρυγγα
either of two arteries that supply blood to the larynx
No synonyms found.
No antonyms found.
arteria lacrimalis => Δακρυϊκή αρτηρία, arteria labialis superior => Αρτηρία άνω χείλους, arteria labialis inferior => Η κάτω χειλική αρτηρία, arteria labialis => χειλική αρτηρία, arteria intercostalis => μεσοπλεύρια αρτηρία,