Greek Meaning of arsenicating
αρσενίκωση
Other Greek words related to αρσενίκωση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of arsenicating
- arsenicism => Αρσενικισμός
- arsenide => Αρσενίδιο
- arseniferous => αρσενικούχος
- arsenious => αρσενικώδης
- arsenite => Αρσενικό (III)
- arseniuret => αρσενίδιο
- arseniureted => Αρσενιούχα
- arsenopyrite => Αρσενοπυρίτης
- arsenous anhydride => τριοξείδιο του αρσενικού
- arsenous oxide => Τριοξείδιο του αρσενικού
Definitions and Meaning of arsenicating in English
arsenicating (p. pr. & vb. n.)
of Arsenicate
FAQs About the word arsenicating
αρσενίκωση
of Arsenicate
No synonyms found.
No antonyms found.
arsenicated => Αρσενικωμένο, arsenicate => Αρσενιτικά, arsenical => αρσενικώδης, arsenic trioxide => τριοξείδιο του αρσενικού, arsenic group => Ομάδα αρσενικού,