Greek Meaning of armorist
οπλουργός
Other Greek words related to οπλουργός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of armorist
- armories => οπλοστάσια
- armorican => αρμορικανικός
- armoric => θωρακισμένος
- armorial bearing => Έμβλημα
- armorial => οικόσημων
- armorer => οπλουργός
- armored vehicle => Θωρακισμένο όχημα
- armored searobin => Θωρακισμένος τριγλίτης
- armored sea robin => Θωρακισμένη λαγοκέφαλος
- armored scale => Κλίμακα οπλισμένη
- armor-plated => Θωρακισμένος
- armory => Οπλοστάσιο
- armour => πανοπλία
- armour plate => Θωρακισμένη πλάκα
- armour-clad => θωρακισμένος
- armoured => 装甲
- armoured car => Θωρακισμένο αυτοκίνητο
- armoured combat vehicle => Θωρακισμένο όχημα μάχης
- armoured personnel carrier => Θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού
- armoured vehicle => Θωρακισμένο όχημα
Definitions and Meaning of armorist in English
armorist (n.)
One skilled in coat armor or heraldry.
FAQs About the word armorist
οπλουργός
One skilled in coat armor or heraldry.
No synonyms found.
No antonyms found.
armories => οπλοστάσια, armorican => αρμορικανικός, armoric => θωρακισμένος, armorial bearing => Έμβλημα, armorial => οικόσημων,