Greek Meaning of architective
αρχιτεκτονικός
Other Greek words related to αρχιτεκτονικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of architective
- architectonic => αρχιτεκτονικός
- architectonical => αρχιτεκτονικός
- architectonics => αρχιτεκτονική
- architector => αρχιτέκτονας
- architectress => αρχιτέκτων
- architectural => αρχιτεκτονικός
- architectural engineering => Αρχιτεκτονική μηχανική
- architectural ornament => Αρχιτεκτονικό στολίδι
- architectural plan => Αρχιτεκτονικό σχέδιο
- architectural style => Αρχιτεκτονικό στυλ
Definitions and Meaning of architective in English
architective (a.)
Used in building; proper for building.
FAQs About the word architective
αρχιτεκτονικός
Used in building; proper for building.
No synonyms found.
No antonyms found.
architect => αρχιτέκτονας, archipterygium => αρχαιοπτέρυξ, archipelago => Αρχιπέλαγος, archipelagic => αρχιπελαγικός, archipallium => αρχίπαλλον,