Greek Meaning of archepiscopal
αρχιεπισκοπικός
Other Greek words related to αρχιεπισκοπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of archepiscopal
- archeozoic eon => Αρχαιοζωικό αιώνας
- archeozoic => Αρχαιοζωικός
- archeopteryx => αρχαιόπτερυξ
- archeology => αρχαιολογία
- archeologist => αρχαιολόγος
- archeological site => αρχαιολογικός τόπος
- archeological remains => Αρχαιολογικά κατάλοιπα
- archeological => αρχαιολογικός
- archeologic => αρχαιολογικός
- archeobacteria => Αρχαιοβακτήρια
Definitions and Meaning of archepiscopal in English
archepiscopal (a)
of or associated with an archbishop
FAQs About the word archepiscopal
αρχιεπισκοπικός
of or associated with an archbishop
No synonyms found.
No antonyms found.
archeozoic eon => Αρχαιοζωικό αιώνας, archeozoic => Αρχαιοζωικός, archeopteryx => αρχαιόπτερυξ, archeology => αρχαιολογία, archeologist => αρχαιολόγος,