Greek Meaning of antasthmatic
αντι-ασθματικό
Other Greek words related to αντι-ασθματικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of antasthmatic
- antarthritic => αντι-αρθριτικό
- antares => Αντάρης
- antarctica => Ανταρκτική
- antarctic zone => Ανταρκτική ζώνη
- antarctic peninsula => Ανταρκτική Χερσόνησος
- antarctic ocean => Νότιος Ωκεανός
- antarctic continent => Ανταρκτική Ήπειρος
- antarctic circle => Ανταρκτικός Κύκλος
- antarctic => Ανταρκτική
- antarchistical => ανταρκτικός
Definitions and Meaning of antasthmatic in English
antasthmatic (a.)
Opposing, or fitted to relieve, asthma.
antasthmatic (n.)
A remedy for asthma.
FAQs About the word antasthmatic
αντι-ασθματικό
Opposing, or fitted to relieve, asthma., A remedy for asthma.
No synonyms found.
No antonyms found.
antarthritic => αντι-αρθριτικό, antares => Αντάρης, antarctica => Ανταρκτική, antarctic zone => Ανταρκτική ζώνη, antarctic peninsula => Ανταρκτική Χερσόνησος,