Greek Meaning of antaphrodisiac
αφροδισιακό
Other Greek words related to αφροδισιακό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of antaphrodisiac
- antaphroditic => Αντιαφροδισιακό
- antapoplectic => αποπληκτικός
- antarchism => ατομικιστικός αναρχισμός
- antarchist => αναρχικός
- antarchistic => αντι-ένταξης
- antarchistical => ανταρκτικός
- antarctic => Ανταρκτική
- antarctic circle => Ανταρκτικός Κύκλος
- antarctic continent => Ανταρκτική Ήπειρος
- antarctic ocean => Νότιος Ωκεανός
Definitions and Meaning of antaphrodisiac in English
antaphrodisiac (a.)
Capable of blunting the venereal appetite.
antaphrodisiac (n.)
Anything that quells the venereal appetite.
FAQs About the word antaphrodisiac
αφροδισιακό
Capable of blunting the venereal appetite., Anything that quells the venereal appetite.
No synonyms found.
No antonyms found.
antananarivo => Ανταναναρίβο, antanagoge => Ανταναγωγής, antanaclasis => Ανταπόδοση, antambulacral => Ανταμβουλακραλικός, antalya => Αντάλεια,