Greek Meaning of angor
Στηθαγχία
Other Greek words related to Στηθαγχία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of angor
- angolese => Αγκολεζικός
- angolan monetary unit => Νομισματική μονάδα της Ανγκόλας
- angolan capital => πρωτεύουσα της Ανγκόλα
- angolan => αγγολέζικος
- angola pea => Αγκολέζικος μπιζέλι
- angola => Αγκόλα
- anglo-saxonism => αγγλοσαξονισμός
- anglo-saxondom => Αγγλοσαξονία
- anglo-saxon deity => Αγγλοσαξονική θεότητα
- anglo-saxon => αγγλοσαξονικός
- angora => Αγγόρα
- angora cat => Γάτα της Άγκυρας
- angora goat => Αγγόρα γίδα
- angora rabbit => Αγκύρας κουνέλι
- angostura => Αγκούστουρα
- angostura bark => φλοιός αγγοστούρας
- angostura bridge => Γέφυρα της Angostura
- angoumois grain moth => Σιτόβιος σαλός
- angoumois moth => Αγγουμοί ο σκώρος
- angraecum => Αγκρέκουμ
Definitions and Meaning of angor in English
angor (n.)
Great anxiety accompanied by painful constriction at the upper part of the belly, often with palpitation and oppression.
FAQs About the word angor
Στηθαγχία
Great anxiety accompanied by painful constriction at the upper part of the belly, often with palpitation and oppression.
No synonyms found.
No antonyms found.
angolese => Αγκολεζικός, angolan monetary unit => Νομισματική μονάδα της Ανγκόλας, angolan capital => πρωτεύουσα της Ανγκόλα, angolan => αγγολέζικος , angola pea => Αγκολέζικος μπιζέλι,