Greek Meaning of ana-
ανά-
Other Greek words related to ανά-
Nearest Words of ana-
- anabantidae => Αναβαντίδες
- anabaptism => Αμοιβαιοβαπτισμός
- anabaptist => Αναβαπτιστής
- anabaptist denomination => Αναβαπτιστική ομολογία
- anabaptistic => αναβαπτιστικός
- anabaptistical => αναβαπτιστικός
- anabaptistry => αναβαπτισμός
- anabaptize => αναβαπτίζω
- anabas => Αναβάς
- anabas testudineus => Αναβάς ο χελωνιάδης
Definitions and Meaning of ana- in English
ana- ()
A prefix in words from the Greek, denoting up, upward, throughout, backward, back, again, anew.
FAQs About the word ana-
ανά-
A prefix in words from the Greek, denoting up, upward, throughout, backward, back, again, anew.
ημερολόγιο,Αναλεκτα,Φυλλάδιο,επιτομή,συλλογή,χωνεύω,γιρλάντα,αναγνώστης,συμπόσιο,άλμπουμ
No antonyms found.
ana => Άννα, an 't => ένα, an nefud => Αν Ναφούντ, an nafud => Αν Ναφούντ, an => ένα,