Greek Meaning of ammonify
αμμονιοποιώ
Other Greek words related to αμμονιοποιώ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ammonify
- ammonification => Αμμονιοποίηση
- ammonic => αμμωνιακός
- ammoniated => αμμωνιακό
- ammoniate => αμμωνία
- ammoniacal fermentation => αμμωνιακή ζύμωση
- ammoniacal => αμμωνιακός
- ammoniac => αμμωνία
- ammonia water => Υδατικό διάλυμα αμμωνίας
- ammonia clock => Ρολόι αμμωνίας
- ammonia alum => Θειικός αμμώνιο σίδηρος
- ammonite => αμμωνίτης
- ammonitic => αμμωνωτής
- ammonitiferous => αμμωνιτοφόρος
- ammonitoidea => Αμμωνιτοειδή
- ammonium => αμμώνιο
- ammonium alum => Στυπτηρία
- ammonium carbamate => Καρβαμικό αμμώνιο
- ammonium carbonate => Ανθρακικό αμμώνιο
- ammonium chloride => Χλωριούχο αμμώνιο
- ammonium hydroxide => Υδροξείδιο του αμμωνίου
Definitions and Meaning of ammonify in English
ammonify (v)
treat with ammonia; cause to undergo ammonification
FAQs About the word ammonify
αμμονιοποιώ
treat with ammonia; cause to undergo ammonification
No synonyms found.
No antonyms found.
ammonification => Αμμονιοποίηση, ammonic => αμμωνιακός, ammoniated => αμμωνιακό, ammoniate => αμμωνία, ammoniacal fermentation => αμμωνιακή ζύμωση,