Greek Meaning of americium
αμερίκιο
Other Greek words related to αμερίκιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of americium
- americanizing => αμερικανισμός
- americanizer => αμερικανοποιός
- americanize => αμερικανοποιώ
- americanization => αμερικανοποίηση
- americanism => αμερικανισμός
- americanise => αμερικανοποιώ
- americanisation => Αμερικανοποίηση
- american-indian language => αμεριндική γλώσσα
- americana => Αμερικάνα
- american wormseed => Αμερικανική σκουληκανθογόνα
- americus vespucius => Αμέρικο Βεσπούκτιος
- amerigo vespucci => Αμέριγκο Βεσπούτσι
- amerind => Αμερινδοί
- amerindian => αμερικανός ιθαγενής
- amerindian language => Γλώσσα ιθαγενών της Αμερικής
- amerindic => Αμερινδιάνος
- ames-ace => Καμία συμφωνία
- amess => ακαταστασία
- ametabola => αμετάβολα
- ametabolian => αμετάβολος
Definitions and Meaning of americium in English
americium (n)
a radioactive transuranic metallic element; discovered by bombarding uranium with helium atoms
FAQs About the word americium
αμερίκιο
a radioactive transuranic metallic element; discovered by bombarding uranium with helium atoms
No synonyms found.
No antonyms found.
americanizing => αμερικανισμός, americanizer => αμερικανοποιός, americanize => αμερικανοποιώ, americanization => αμερικανοποίηση, americanism => αμερικανισμός,