Greek Meaning of alphol
αλφαόλη
Other Greek words related to αλφαόλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alphol
- al-phitomancy => αλιθμαντεία
- alphavirus => Αλφαϊός
- alpha-tocopheral => άλφα-τοκοφερόλη
- alphanumerics => αριθμητικό-αλφαβητικά
- alphanumerical => αλφαριθμητικός
- alphanumeric display => Αλφαριθμητική οθόνη
- alphanumeric characters => Αλφαριθμητικοί χαρακτήρες
- alphanumeric => αλφαριθμητικός
- alpha-naphthol test => δοκιμή άλφα-ναφθόλης
- alpha-naphthol => άλφα-ναφθόλη
Definitions and Meaning of alphol in English
alphol (n.)
A crystalline derivative of salicylic acid, used as an antiseptic and antirheumatic.
FAQs About the word alphol
αλφαόλη
A crystalline derivative of salicylic acid, used as an antiseptic and antirheumatic.
No synonyms found.
No antonyms found.
al-phitomancy => αλιθμαντεία, alphavirus => Αλφαϊός, alpha-tocopheral => άλφα-τοκοφερόλη, alphanumerics => αριθμητικό-αλφαβητικά, alphanumerical => αλφαριθμητικός,