Greek Meaning of alkalify
αλκαλοποιώ
Other Greek words related to αλκαλοποιώ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alkalify
- alkalified => αλκαλοποιημένο
- alkalifiable => αλκαλοποιήσιμο
- alkalies => αλκάλια
- alkalic => αλκαλικός
- alkali waste => Αλκαλικό απόβλητο
- alkali soil => Αλκαλικό έδαφος
- alkali poisoning => αλκαλική δηλητηρίαση
- alkali metal => αλκαλικό μέταλλο
- alkali grass => Aλακαλικό χορτάρι
- alkali flat => Αλκαλική πεδιάδα
- alkalifying => αλκαλοποιητική
- alkalimeter => Αλκαλίμετρο
- alkalimetric => αλκαλιμετρικός
- alkalimetrical => Αλκαλιμετρικός
- alkalimetry => Αλκαλιμετρία
- alkaline => Aλκαλικός
- alkaline earth => Αλκαλικές γαίες
- alkaline metal => Αλκαλικό μέταλλο
- alkaline-earth metal => Αλκαλικό γαϊώδες μέταλλο
- alkaline-loving => αλκαλιόφιλος
Definitions and Meaning of alkalify in English
alkalify (v)
turn basic and less acidic
alkalify (v. t.)
To convert into an alkali; to give alkaline properties to.
alkalify (v. i.)
To become changed into an alkali.
FAQs About the word alkalify
αλκαλοποιώ
turn basic and less acidicTo convert into an alkali; to give alkaline properties to., To become changed into an alkali.
No synonyms found.
No antonyms found.
alkalified => αλκαλοποιημένο, alkalifiable => αλκαλοποιήσιμο, alkalies => αλκάλια, alkalic => αλκαλικός, alkali waste => Αλκαλικό απόβλητο,