Greek Meaning of alizarine
Αλιζαρίνη
Other Greek words related to Αλιζαρίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of alizarine
- alizarine red => Ερυθρό της αλιζαρίνης
- al-jama'a al-islamiyyah al-muqatilah bi-libya => Λιβυκή Ισλαμική Μαχητική Ομάδα
- al-jihad => τζιχάντ
- alkahest => αλκαέστ
- alkalamide => Αλκαλαμίδιο
- alkalemia => Αλκαλαιμία
- alkalescence => αλκαλικότητα
- alkalescency => αλκαλικότητα
- alkalescent => Αλκαλικός
- alkali => Άλκαλι
Definitions and Meaning of alizarine in English
alizarine (n)
an orange-red crystalline compound used in making red pigments and in dyeing
FAQs About the word alizarine
Αλιζαρίνη
an orange-red crystalline compound used in making red pigments and in dyeing
No synonyms found.
No antonyms found.
alizarin yellow => Αλιζαριν κιτρινο, alizarin red => ερυθρά αλιζαρίνη, alizarin crimson => Αλιζαρίνη πορφυρό, alizarin carmine => Αλιζαρίνη καρμίνιο, alizarin => Αλιζαρίνη,