Greek Meaning of aldermanship
Δημοτικό Συμβούλιο
Other Greek words related to Δημοτικό Συμβούλιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of aldermanship
- aldermanry => εκλογική περιφέρεια
- aldermanly => δημαρχικός
- aldermanlike => σαν δημοτικός σύμβουλος
- aldermanity => αλτερμανία
- aldermanic => δημοτικού συμβούλου
- aldermancy => αρχοντεία
- alderman => δημοτικός σύμβουλος
- alder-liefest => alder-liefest
- alder-leaved serviceberry => Αμελανχίερ το ελλεωφύλλον
- alderleaf juneberry => Εξάμηλο
Definitions and Meaning of aldermanship in English
aldermanship (n.)
The condition, position, or office of an alderman.
FAQs About the word aldermanship
Δημοτικό Συμβούλιο
The condition, position, or office of an alderman.
No synonyms found.
No antonyms found.
aldermanry => εκλογική περιφέρεια, aldermanly => δημαρχικός, aldermanlike => σαν δημοτικός σύμβουλος, aldermanity => αλτερμανία, aldermanic => δημοτικού συμβούλου,