FAQs About the word ablaqueate

δακτυλίωση

To lay bare, as the roots of a tree.

No synonyms found.

No antonyms found.

ablactation => απογαλάκτισμα, ablactate => απογαλακτισμός, abkhazian => αμπχαζιανή, abkhazia => Αμπχαζία, abkhaz => αμπχαζιακός,