FAQs About the word leanly

αδύνατος

Meagerly; without fat or plumpness.

γωνία,κλίση,κλίνω,δεν μπορώ,Πετεινός,φτέρνα,κλίση,κλίση,φιλοδώρημα,τράπεζα

επίπεδο,ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ακόμα,ισοπεδώνω

leaning tower of pisa => Πύργος της Πίζας, leaning tower => Πύργος με κλίση, leaning => στηριζόμενος, lean-faced => λιτοδίαιτος, leaner => πιο αδύνατος,